- ὀξυπολυφαγία
- ὀξῠ-πολῠφᾰγία, ἡ,A quickness of eating and digesting, ib. (prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπολυφαγία — ὀξυπολυφαγία, ἡ (Μ) η ταχύτητα στο να τρώει και να χωνεύει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πολυφαγία] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek